ἀθέρα

ἀθέρα
ἀθήρ
awn
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀθέρα — Ἀθέρᾱ , Ἀθέρη fem nom/voc/acc dual (doric) Ἀθέρᾱ , Ἀθέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθέρᾳ — Ἀθέρᾱͅ , Ἀθέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθέρας — Ἀθέρᾱς , Ἀθέρη fem acc pl (doric) Ἀθέρᾱς , Ἀθέρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθέραν — Ἀθέρᾱν , Ἀθέρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… …   Dictionary of Greek

  • αθεριάζομαι — [αθέρας] (κυρίως για ζώα, σπάνια για ανθρώπους) έχω στον λαιμό πόνο ή ενόχληση από αθέρα σταχιού που καρφώθηκε σ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • Αρέθουσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, συνοδός της Άρτεμης. Το όνομα σημαίνει πηγή, κρήνη. Την αγάπησε o ποτάμιος θεός Αλφειός και την κυνήγησε. Μεταμορφωμένη σε πηγή από τη θεά Άρτεμη, η Α. πέρασε τη θάλασσα μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • γερανιίδες — (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”